καταλευκαίνω

καταλευκαίνω
καταλεύκανα, καταλευκάνθηκα, καταλευκασμένος, κάνω κάτι κατάλευκο: Η σκόνη αυτή καταλευκαίνει τα ρούχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταλευκαίνω — (AM καταλευκαίνω) [κατάλευκος] λευκαίνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι κατάλευκο, κάτασπρο αρχ. μτφ. διευκρινίζω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • καταλευκώ — καταλευκῶ, όω (Α) [κατάλευκος] καταλευκαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”